«Κάποτε
στο Άγιο Όρος ζούσαν μαζί δυο καλόγεροι… Στα τριάντα χρόνια αρμονικής συμβίωσής
τους, δε μάλωσαν ποτέ. Μια φορά μπήκε ο πειρασμός ανάμεσά τους και ο ένας από
τους δύο είπε στον άλλο: “Θεόκτιστε, όλοι γύρω μας τσακώνονται κι εμείς ούτε
μια βαριά κουβέντα δεν ανταλλάξαμε ποτέ. Τι θα ’λεγες να δοκιμάσουμε, να δούμε
πώς θα είναι;”
Τι να πει κι εκείνος ο καψερός, δέχτηκε να περάσουν κι αυτή τη
δοκιμασία, και το μόνο που τον ρώτησε ήταν πώς θα τα τσουγκρίσουν.
Σκέφτηκε για
λίγο εκείνος και δείχνοντας μια κολοκύθα, που υπήρχε κάπου εκεί στον χώρο, του
είπε: “Βλέπεις αυτή την κολοκύθα; Εγώ θα λέω ότι τη θέλω για μένα, ενώ εσύ δε
θα το δέχεσαι κι έτσι θα μαλώσουμε. Εντάξει;”
Συμφώνησαν
λοιπόν, πήραν θέση για να τσακωθούν, κι ο καλόγερος που είχε τη φαεινή ιδέα είπε
επιτακτικά: “Αυτή την κολοκύθα τη θέλω δική μου”. Και ο Θεόκτιστος, μέσα στην
αγαθοσύνη του, αυθόρμητα και χωρίς να το καλοσκεφτεί, ξέρεις τι του απάντησε;
“Ε, καλά, αφού τη θες τόσο πολύ, πάρ’ την”. Κι έτσι δεν κατάφεραν ποτέ να
μαλώσουν... Οι άνθρωποι ξεχνούν το βασικότερο: ότι είμαστε καλά και ξοδευόμαστε
σε άλλου είδους προβλήματα. Ξεχνάμε το θαύμα της ζωής».
(Από
βιβλίο:
Κάθετη Έξοδος)